Η τιμή του εμβαδού, που αναγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο των γεωτεμαχίων, συνιστά προϊόν μέτρησης, η οποία στηρίζεται στα κτηματολογικά διαγράμματα που έχουν δημιουργηθεί από φωταγραμμετρικά διαγράμματα σε ψηφιακή μορφή ή ψηφιακούς ορθοφωτοχάρτες.
Ως εκ τούτου είναι φυσιολογικό η σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος με επίγεια μέτρηση του ακινήτου να οδηγεί σε διαφορετικό εμβαδόν από αυτό του Κτηματολογίου, κάτι που δεν αποτελεί κατ΄ αρχήν κώλυμα για την καταχώρηση της πράξης στο Κτηματολόγιο, στο μέτρο που είναι προϊόν της διαφορετικής μεθόδου εμβαδομέτρησης και δεν υποκρύπτει αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητα του ακινήτου.
Κατά συνέπεια, η Πολεοδομική Υπηρεσία δεν θα πρέπει να υπολαμβάνει ως δεσμευτική για τις δικές της ενέργειες την τιμή του εμβαδού που αναγράφεται στα κτηματολογικά στοιχεία και στα εκδιδόμενα από το Κτηματολόγιο αντίγραφα, αποσπάσματα και πιστοποιητικά, ιδίως εάν κρίνει ότι θα πρέπει να διενεργήσει αυτοψία στο ακίνητο για να διαπιστώσει ποια είναι τα πραγματικά όρια του ακινήτου.